- επίκρουμα
- ἐπίκρουμα, τὸ (Α) [επικρούω]χτύπημα πάνω σε κάτι («ἐπίκρουμα χθονός Ἀργείας», Σοφ. απ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίκρουμα — beating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρουμάτων — ἐπίκρουμα beating neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρούμασιν — ἐπίκρουμα beating neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)